ξυπολυσιά

ξυπολυσιά
η
1. η κατάσταοη του ξυπόλυτου.
2. γύμνια, φτώχεια, αδυναμία οικονομική: Έχει φοβερή ξυπολυσιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξυπολυσιά — και ξυπολησιά, η [ξυπόλυτος] η κατάσταση τού ανυπόδητου, τού ξυπόλυτου …   Dictionary of Greek

  • ανυποδησία — κ. δεσία (Α ἀνυποδησία κ. δεσία) το να μη φοράει κάποιος υποδήματα, ξυπολυσιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”